καρυδίων

καρυδίων
καρῡδίων , καρύδιον
small nut
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • καρυδάς — ο πωλητής καρυδιών …   Dictionary of Greek

  • καρυδάτος — η, ο (Μ καρυδᾱτος, η, ον) νεοελλ. 1. αυτὸς που έχει το σχήμα ή το μέγεθος καρυδιού 2. αυτὸς που παρασκευάζεται από καρύδια («γλυκὸ καρυδάτο») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρυδᾱτον γλύκισμα απὸ καρύδια και ζάχαρη ή μέλι. επίρρ... καρυδάτα (Μ) με… …   Dictionary of Greek

  • καρυδέλαιο — και καρυέλαιο και καρυδόλαδο, το λάδι που εξάγεται από τη ψίχα τών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + έλαιον (< έλαιον), πρβλ. δαφν έλαιον, λυχν έλαιον] …   Dictionary of Greek

  • καρυδότσουφλο — το 1. ο ξυλώδης φλοιός τού καρυδιού 2. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών 3. πολύ ελαφρό σκάφος που τό παρασύρει πολύ εύκολα ο άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + τσουφλο (< τσόφλι)] …   Dictionary of Greek

  • καρυδόφλουδα — η 1. ο εξωτερικός πράσινος φλοιός τών νωπών καρυδιών 2. ο ξυλώδης φλοιός τού καρυδιού …   Dictionary of Greek

  • καρυοβαφής — καρυοβαφής, ές (Α) ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • καρυοθραύστης — Κοινή ονομασία του είδους Nucifraga caryocatactes, της οικογένειας των κορακίδων, της τάξης των στρουθιομόρφων πτηνών. Έχει μήκος έως 30 35 εκ. και το χρώμα του είναι καφέ σκούρο με λευκά στίγματα. Ζει σε σχετικά μεγάλα υψόμετρα και τρέφεται με… …   Dictionary of Greek

  • καρυοπώλης — καρυοπώλης, ὁ (Α) ο πωλητής καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ζυθο πώλης, ιχθυο πώλης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”